- μπανιάν
- τοάκλ. κοινή ονομασία τού ασυνήθιστου στην εμφάνιση δέντρου Ficus benghalensis, τού γένους φίκος, τής οικογένειας μορεΐδες, που είναι ιθαγενές τής τροπικής Ασίας και θεωρείται ιερό στην Ινδία, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Βούδας διαλογίστηκε κάτω από τη σκιά ενός τέτοιου δένδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. baniya].
Dictionary of Greek. 2013.