μπανιάν

μπανιάν
το
άκλ. κοινή ονομασία τού ασυνήθιστου στην εμφάνιση δέντρου Ficus benghalensis, τού γένους φίκος, τής οικογένειας μορεΐδες, που είναι ιθαγενές τής τροπικής Ασίας και θεωρείται ιερό στην Ινδία, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Βούδας διαλογίστηκε κάτω από τη σκιά ενός τέτοιου δένδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. baniya].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπανυάνος — ο, θηλ. μπανυάνα (όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στις ελλ. παροικίες τής Μεγάλης Βρετανίας και τής Αφρικής) ινδός, ινδουιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ινδική λ. (πρβλ. μπανιάν)] …   Dictionary of Greek

  • πουριτανισμός — Θρησκευτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Αγγλία, στους κόλπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στα πρώτα χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ A’, και διήρκεσε ουσιαστικά μέχρι την παλινόρθωση των Στιούαρτ (δεύτερο μισό του 17ου αι.). Ο π. επεδίωκε να… …   Dictionary of Greek

  • Βον Γουίλιαμς, Ραλφ — (Ralph Vaughan Williams, Ντον Άμπνεϊ, Γκλόουστερσαϊρ 1872 – Λονδίνο 1958). Βρετανός συνθέτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και τελειοποίησε τις σπουδές του στο Βερολίνο με τον Μαξ Μπρουχ και στο Παρίσι με τον Μορίς Ραβέλ. Ήταν οργανίστας στην εκκλησία… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίτεν, Μπέντζαμιν — (Benjamin Britten, Λόουστοφτ 1913 – Σάφοκ 1976). Άγγλος συνθέτης. Σπούδασε στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Λονδίνου. Οι πρώτες επιτυχίες του ήταν η Συμφωνιέτα και το Φανταστικό Κουαρτέτο το 1932. Εργάστηκε για τον κινηματογράφο, γράφοντας κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”